1 δια-μιστύλλω
δια-μιστύλλω, zerstückeln, ἱρήϊον κατὰ μέρεα, Her. 1, 132.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δια-μιστύλλω
2 διαμιστυλλω
(ἱρήϊον κατὰ μέρεα Her.)
Древнегреческо-русский словарь > διαμιστυλλω